- ξηραίνοντες
- ξηραίνω—parchpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TRAGEMA — Graece τράγημα, nomen comprehendens, iuxta Hierophilum, l. πῶς ὀφείλει διατᾶςθαι ἄνθρωπος εν ἑκάςτῳ μηνὶ, amygdalas, pistacia, nuces minutas, palmulas sive dactylos siccos, et quae ex his conficiuntur, coptas. Apud Myrepsum Α᾿ντίδοτος διὰ… … Hofmann J. Lexicon universale
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek